Σπάρταθλον, ο αγώνας στόχος της χρονιάς και ο αγώνας που ήτανε στο μυαλό μου τα τελευταία 5-6 χρόνια. Θυμάμαι από το 2010 που έβλεπα από τον υπολογιστή την ζωντανή διεξαγωγή του αγώνα και έμενα εντυπωσιασμένος από τα νούμερα που έβλεπα, τον αριθμό των χλμ και από την διάρκεια του αγώνα.
Ο καιρός πέρασε και έφτασε η ώρα για μένα να τρέξω και εγώ σε αυτόν τον περιβόητο αγώνα. Η προετοιμασία ουσιαστικά ξεκίνησε από το 2015 τρέχοντας κυρίως σε αγώνες υπεραπόστασης ασφάλτου.
Από τότε ολοκλήρωσα την Ψαθα, τον διπλό Ευχίδα, τον Θεαγένειο, τον Ολύμπιο δρόμο και το Άνεμος 12ωροΑπό αγώνες θεωρώ πως πήγα σχετικά καλά, το σώμα και το μυαλό έμαθαν την διαχείριση των πολλών ωρών και χλμ. Το θέμα τώρα ήταν η προπόνηση. Μπορώ να πω πως έκανα περίπου το πλάνο που είχα στο μυαλό μου, τουλάχιστον τις μεγάλες προπονήσεις τις έκανα όλες, ειδικά τους 2-3 τελευταίους μήνες. Αλλά όπως πάντα θα μπορούσα να έχω μεγαλύτερο εβδομαδιαίο όγκο χλμ. Η μεγαλύτερη εβδομάδα μου ήταν 116 χλμ.!
Έτσι πέρασε ο καιρός και φτάσαμε στην εβδομάδα του αγώνα. Όλα καλά μέχρι εδώ, το μόνο που με απασχολούσε ήταν πως από την προηγούμενη εβδομάδα του αγώνα με έπιασε ένα κρύωμα με αποτέλεσμα να μην κάνω τις τελευταίες προπονήσεις που ήθελα (των 2 τελευταίων εβδομάδων). Ειδικά το ΣΚ ήμουν ψιλοχάλια, πλακώθηκα στις βιταμίνες και τα “cold and flu”, ελπίζοντας για το καλύτερο. Μέχρι και την Τετάρτη που αναχωρούσα για Αθήνα δεν μου είχε περάσει, είχα λίγα δέκατα και πολλά φλέγματα. Η μύτη μου σχεδόν ήταν τελείως βουλωμένη. Στο μυαλό μου άρχισαν να δημιουργούνται αρνητικές σκέψεις σχετικά με την έκβαση του αγώνα.
Στον αγώνα θα ερχόταν να με βοηθήσουν με την υποστήριξη ο μπαμπάς μου και ο φίλος μου ο Κούλλης. Ο μπαμπάς, μου όταν έμαθε πως ήμουνα, μου είπε: “Άντε πάμε απλά για να δούμε τον αγώνα, πως θα τρέξεις έτσι;”. Η πρόθεση μου τότε ήταν να μπω στον αγώνα και να πάω μέχρι εκεί που θα με έβγαζε…
Η αλήθεια είναι πως από την στιγμή που συναντηθήκαμε με την ομάδα υποστήριξης (τον μπαμπά μου και τον Κούλλη) και τον Παύλο Μαυρογιάννη που ήρθε από Κύπρο, ίσως επειδή δεν το σκεφτόμουν και τόσο ίσως επειδή μπήκαμε σε αγωνιστικό mood, άρχισα να νιώθω καλύτερα. Εννοείται πως συνέχισα τις 1000άρες βιταμίνες C και τα “cold and flu”.
Την Πέμπτη μετά από κάποια καθυστέρηση πήγαμε στην Γλυφάδα για την παραλαβή των αριθμών και την τεχνική ενημέρωση. Το ότι πήγαμε προς το μεσημέρι τελικά μας βγήκε σε καλό γιατί δεν υπήρχε καθόλου ουρά αναμονής. Αφού τελείωσε και η ενημέρωση και είδαμε γνωστούς και φίλους, αναχωρήσαμε για το διαμέρισμα και για να παραλάβουμε το αυτοκίνητο. Με το αμάξι επειδή ήταν νοικιασμένο είχαμε κάποια θέματα αλλά τελικά το βράδυ κατά τις 8:50 είχαμε τελειώσει και με αυτό!!!
Μας έμεναν λίγες ώρες για ξεκούραση και για τις τελευταίες προετοιμασίες για την μεγάλη αυριανή μέρα. Το βράδυ δεν μπορώ να πω ότι κοιμήθηκα πολύ καλά μιας και η μύτη μου ήταν τελείως κλειστή αναγκάζοντας με να αναπνέω από το στόμα.
Η μέρα που περίμενα και είχα στο μυαλό μου τον τελευταίο χρόνο έφτασε. Ένιωθα καλύτερα και ήμουν έτοιμος ψυχολογικά για αυτό που θα καλούμασταν να κάνουμε σε λίγες ώρες. Στην εκκίνηση όλα πήγαν καλά, βγάλαμε τις κλασσικές φώτο της εκκίνησης και μπήκαμε στην μεγάλη παρέα των δρομέων από όλο τον κόσμο που ήρθε για να τιμήσει την ιστορία μας και να αναμετρηθεί με την διαδρομή του αγώνα.
Στις 7 ακριβώς δόθηκε η εκκίνηση του αγώνα, τα πρώτα χλμ τα τρέξαμε μαζί με τον Σάκη και τον Παύλο, μέχρι που ο Παύλος μας άφησε (θα τον ξαναβλέπαμε την επόμενη μέρα στην Σπάρτη πλέον) ,και συνέχισα μαζί με τον Σάκη. Θα πηγαίναμε μαζί όσο είχαμε κοινό ρυθμό και μπορούσαμε να ακολουθήσουμε ο ένας τον άλλον.
Τα πρώτα χλμ κύλησαν αβίαστα και ευχάριστα μπορώ να πω. Είχαμε ένα σταθερό ρυθμό αισθανόμουν ξεκούραστα. Στο 42 που ήταν ο πρώτος σταθμός που δικαιούμασταν βοήθεια βρήκα τον Κούλλη έτοιμο για οτιδήποτε θελήσω. Αφού πήρα ένα “salt stick”, τα οποία υπολόγιζα να παίρνω όπου είχα υποστήριξη και γέμισα παγούρια αναχωρήσαμε με τον Σάκη για τα επόμενα 40.
Η ζέστη άρχισε να γίνεται αισθητή και ο ρυθμός μας σιγά σιγά να πέφτει και λόγω της κούρασης που άρχισε να συσσωρεύεται. Αν και είχαμε ένα στόχο γύρω στις 8:30 ώρες για Κόρινθο, ο ρυθμός μας έδειχνε πως θα βρισκόμασταν εκεί νωρίτερα. Χωρίς να το καταλάβω φτάσαμε σιγά σιγά στον ισθμό. Μια εικόνα που είχα στο μυαλό μου και θεωρώ πως είναι από τα ωραία σημεία της διαδρομής, αφού περνάς πάνω από τον ισθμό από μια στενή γέφυρα. Καθώς δεν είχα ξαναπεράσει πάνω από τον ισθμό με τα πόδια, όταν έφτασα εκεί έριξα ρυθμό και περπάτησα λίγο πάνω στην γέφυρα για να απολαύσω την εκπληκτική θέα.
Στον ισθμό χωρίσαμε με τον Σάκη καθώς ένιωθα καλά και έτσι έτρεξα το υπόλοιπο κομμάτι μέχρι τον σταθμό ενώ ο Σάκης το πήγε λίγο πιο συντηρητικά.
Στο 80 έφτασα στις 8:22, εκεί μου έκανε ένα ελαφρύ μασάζ ο Ιωσήφ Μιχαηλίδης, τον οποίο ευχαριστώ πολύ για όλη την βοήθεια που μας έδωσε κατά την διάρκεια του αγώνα. Περίπου όταν ήμουν έτοιμος να φύγω είχε έρθει και ο Σάκης.
Φεύγοντας αισθανόμουν καλά και συνέχισα ψιλοτρέχοντας. Η ζέστη άρχισε να επηρεάζει τους δρομείς κυρίως των ξένων χωρών. Κάπου πριν τον επόμενο σταθμό είχα δει ένα αθλητή να είναι γερμένος σε ένα δέντρο και να προσπαθεί να κάνει εμετό… Ελπίζω ο άνθρωπος να συνήλθε και να κατάφερε να συνεχίσει τον αγώνα του. Γενικά από το 80 και μετά πήγα με σχετικά σταθερό ρυθμό και αισθανόμουν αρκετά άνετα. Άλλαξα πολλές συντροφιές κατά την διάρκεια των επόμενων 80 χλμ, έτρεξα λίγο με τον Καραμέτσο Χρήστο, σε κάποιο σημείο συναντηθήκαμε με τον Γίωργο Πάνο και τον Ανδρέα Καμαριανάκη. Κατά το βράδυ βρήκα και τον γνωστό από τις βουνίσιες εξορμήσεις Σιδηρόπουλο Νικόλα και την Γεωργία Μήτσιου η οποία πήγαινε με εκπληκτικό ρυθμό. Μην ξεχάσω και τον Παπακώστα Γιάννη και Νικολαΐδη Anderson, που σε κάποιο σημείο πριν την βάση του βουνού με βοήθησαν να ξυπνήσω από την υπνηλία που με ταλαιπωρούσε.
Όλοι αυτοί οι δρομείς συνέθεταν το ανθρώπινο παζλ το οποίο είχε ένα σκοπό, να φτάσει στην Σπάρτη, έχοντας ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει, απλά και μόνο για να ακουμπήσει τα πόδια του αγάλματος του βασιλιά Λεωνίδα. Σας ευχαριστώ όλους για τις μικρές και μεγάλες στιγμές που περάσαμε μαζί και που κάνατε αυτό το ταξίδι ο καθένας με τον τρόπου του πιο ευχάριστο.
Έτσι συνεχίζοντας σε κάποια σημεία με παρέα και σε κάποια σημεία μόνος, κάτι που μου αρέσει σε αυτούς του πολύωρους αγώνες, καθώς όταν τρέχεις μόνος σου είσαι σε φάση ενδοσκόπησης και προσπαθείς να τα βρεις με τον εαυτό σου και το νόημα όλου αυτού που κάνεις. Είναι χιλιάδες οι σκέψεις που περνάνε εκείνες τις ώρες της μοναξιάς. Μια πολυτέλεια που δεν μπορούμε να την έχουμε στην καθημερινότητα μας με τις υποχρεώσεις που μας επιβάλλονται.
Κάποτε έφτασα στην Λυρκεία και αποφάσισα εκεί να ξαπλώσω, γιατί θυμόμουνα από πέρσι ότι εκεί υπήρχαν στρώματα. Η αλήθεια είναι πως δεν νύσταζα ιδιαίτερα αλλά ήθελα να προλάβω την υπνηλία που μου έρχεται συνήθως τις μικρές ώρες σε τέτοιους αγώνες. Στον σταθμό βρήκα τον μπαμπά και τον Κούλλη να με περιμένουν και τους είπα ότι θα ξάπλωνα. Έπεσα στο στρώμα και σκεπάστηκα με την κουβέρτα κλείνοντας τα μάτια μου για 15′. Δεν κατάφερα να κοιμηθώ αλλά ένιωθα πως ξεκουράστηκε λίγο το μυαλό. Σηκώθηκα μόλις πέρασε η ώρα και αφού αναπλήρωσα ότι μπορούσα σε θερμίδες και υγρά, αναχώρησα από τον σταθμό.
Από εκεί και μετά ξεκινάει η ελαφριά ανηφόρα που θα μας ανεβάσει στον βουνό, όσο πάει φυσικά ανεβαίνει και η κλίση μέχρι την βάση του βουνού και το μονοπάτι. Έφτασα στο χωριό Καπαρέλλι που είναι το τελευταίο χωρίο πριν τον σταθμό της βάσης του βουνού. Εκεί οι πάντα φιλόξενες κυρίες που είναι έξω από το καφενείο μας φίλεψαν μια απολαυστική σούπα, που ήταν ότι έπρεπε μετά από την ανηφόρα και το κρύο που άρχισε να γίνεται αισθητό. Φεύγοντας από αυτή την ευχάριστη νότα του σταθμού έπρεπε να ανεβούμε την ανηφόρα που οδηγούσε στη βάση του βουνού και τον κεντρικό σταθμό. Χωρίς να θυμάμαι πολύ καλά νόμιζα πως ο επόμενος σταθμός θα ήταν ο κεντρικός κάτι που δεν ίσχυε καθώς υπήρχε ακόμη ένας ενδιάμεσα. Αυτή η ανάβαση με ταλαιπώρησε, αρχικά γιατί πίστευα πως θα ήταν πιο σύντομη και επειδή με έπιασε εκεί στην ανηφόρα η υπνηλία που λέγαμε ρίχνοντας μου αρκετά τον ρυθμό. Φαίνεται πως η ξάπλα στην Λυρκεία δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα (την επόμενη φορά, θα ξαπλώνω μόνο όταν με πιάνει νύστα). Σε εκείνο το σημείο με πρόφτασε ο Παπακώστας με τον Νικολαΐδη οι οποίοι με συνέφεραν λίγο με την κουβέντα τους και τους ευχαριστώ πολύ γιαυτό.
Επιτέλους φτάσαμε στην βάση του βουνού, κεντρικός σταθμός ο οποίος επανδρώνεται από Βρετανούς φαν του αγώνα. Εκεί συναντήθηκα με την υποστήριξη μου και μου έκανε ένα αναζωογονητικό μασάζ ο Ιωσήφ, όσο μου έκανε μασάζ σκέπασα με το σκουφί τα μάτια μου και ψιλοκοιμήθηκα, δεν θυμάμαι αν ήπια και κανένα καφέ πριν φύγω από τον σταθμό. Η ευχάριστη στιγμή ήταν όταν είδα τον φίλο Σάκη να κάθεται δίπλα μου ο οποίος αναπλήρωσε το χαμένο χρόνο και την απόσταση που είχαμε. Χάρηκα γιατί θα συνεχίζαμε παρέα (και θα φτάναμε τελικά μαζί στην Σπάρτη).
Φεύγοντας από εκεί η ανηφόρα στο σκοτάδι φαινόταν επιβλητική με τα φωτάκια των αθλητών να φαίνονται όλο και ψηλότερα. Θυμάμαι τον πατέρα μου που του έκανε εντύπωση αυτή η ανάβαση που φαινόταν επιβλητική και εντυπωσιακή μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Μπαίνοντας στο μονοπάτι αυτό ανέβαινε στριφογυριστά και τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο όσο φαινόταν από χαμηλά. Ειδικά για τους βουνίσιους δρομείς φαντάζομαι πως θα ήταν μια ευχάριστη νότα. Σε σχετικά λίγο χρονικό διάστημα φτάσαμε στην κορυφή όπου ξεκουραστήκαμε λίγο και συνεχίσαμε για την κατηφόρα και το χωριό Σάγκας που φαινόταν χαμηλά. Η κατηφόρα μπορώ να πω πως ήταν δυσκολότερη μετά από τόσα χλμ και με βαριά τα πόδια. Γλιστρούσε αρκετά και ήθελε αρκετή προσοχή καθώς εύκολα μπορούσες να χτυπήσεις πέφτοντας. Κάποτε φτάσαμε στο χωριό Σάγκας, ανεφοδιαστήκαμε και φύγαμε για τον επόμενο σταθμό όπου είχαμε και υποστήριξη. Φτάνοντας στην Νεστάνη και στο 172 χλμ, κάναμε το απαραίτητο μασάζ, άλλαξα παπούτσια και κάλτσες και συνεχίσαμε το δρόμο μας.
Να πω κάτι εδώ για το πλάνο μου με τις αλλαγές παπουτσιών. Επειδή στον προηγούμενο αγώνα που ήταν ο Ολύμπιος Δρόμος ταλαιπωρήθηκα πολύ με τα πόδια μου και συγκεκριμένα με τις πατούσες μου (ένιωθα πως είχαν γεμίσει φουσκάλες αλλά όταν τελείωσε ο αγώνας δεν είχα τίποτα). Η ενόχληση προέρχονταν από την υγρασία (λόγω βροχής) και σίγουρα από το γεγονός πως δεν άλλαξα παπούτσια. Ακούγοντας και παίρνοντας υπόψιν μου άλλες γνώμες, αποφάσισα μιας και ήταν μεγάλη η απόσταση στο Σπάρταθλον, να αλλάζω παπούτσια κάθε 80 χλμ, δλδ τρία ζευγάρια στο σύνολο του αγώνα. Αυτή η τακτική τελικά απέδωσε καρπούς μιας και στο τέλος του αγώνα δεν είχα κανένα θέμα με τα πόδια μου, ούτε μια φουσκάλα, μονάχα μια μικρούλα που δεν κατάλαβα ότι την είχα και ήταν στο πάνω μέρος του ποδιού. Εκτός αυτού κάθε φορά που άλλαζα παπούτσια η αίσθηση στα πόδια μου ήταν άνεση και φρεσκάδα. Δεν ξέρω αν έπαιξε ρόλο, αλλά κάθε φορά που άλλαζα παπούτσια, καθάριζα τα πόδια μου με ένα απολυμαντικό σπρέι, έβαζα λιπαντικό (body glide) και άλλαζα κάλτσες.
Μετά την Νεστάνη, αυτό που θυμάμαι είναι κάποιες ατελείωτες ευθείες οι οποίες μας οδήγησαν στους υπόλοιπους σταθμούς υποστήριξης. Μετά από δύο κεντρικούς σταθμούς φτάσαμε στο βενζινάδικο το οποίο σηματοδοτεί την έναρξη της ανηφόρας που θα μας οδηγούσε στην Μανθυρέα στο 202 χλμ. Είχα μια περιέργεια για αυτό το κομμάτι της διαδρομής και του τι θα επακολουθούσε μιας και πέρσι που ήμουνα υποστήριξη στο Γιάννη μέχρι το 210 χλμ φτάσαμε περίπου και έτσι δεν θυμόμουνα πολύ καλά από εκεί και μετά τι υπήρχε.
Η ανηφόρα ξεκινούσε μαλακά και συνεχιζόταν με κλίση για κάποια χλμ μέχρι και τον σταθμό στο 206 χλμ όπου και είχαμε υποστήριξη. Κάπου εκεί μας έφτασε και η Άντζελα, την οποία χάρηκα που είδα και κυρίως γιατί την είδα πολύ καλά, έτσι όπως την είδα εκεί ήμουν σίγουρος ότι θα τα ατάφερνε φέτος.
Στον σταθμό πήρα τους ηλεκτρολύτες μου (salt stick), που προσπαθούσα να παίρνω όποτε έβλεπα τον Κούλλη, μόνο μια φορά νομίζω πως δεν πήρα. Οι ηλεκτρλολύτες ήταν απαραίτητοι γιατί η ζέστη της καινούργιας μέρας άρχισε να γίνεται αισθητή. Φύγαμε και από αυτόν τον σταθμό χωρίς να έχουμε κάποια προβλήματα σωματικά ή στομαχικά, εμένα μου είχε φύγει και η νύστα, οπότε όλα καλά προς το παρόν.
Συνεχίζοντας έμεναν οι τελευταίες ανηφόρες για να ξεκινήσει σε περίπου 20 χλμ η τελική κατηφόρα για Σπάρτη. Οι τελευταίες ανηφόρες πάντως είναι υπολογίσιμες, αν σκεφτεί κανείς την κούραση και την καταπόνηση μετά από τόσες ώρες στην άσφαλτο. Φτάνοντας στο 223 χλμ και στον προτελευταίο σταθμό ουσιαστικά, όπου δικαιούμασταν βοήθεια, μου έκανε μασάζ ο Ιωσήφ. Τα πόδια μου από ένα σημείο και μετά έγιναν σαν πέτρα, με δυσκολία μπορούσα να τρέξω και πιο πολύ περπατούσαμε με τον Σάκη. Το μασάζ με ανακούφισε λίγο αλλά μετά από λίγο ήταν το ίδιο πράγμα, μάλλον έπρεπε να αντέξω τον πόνο και να ζοριστώ μέχρι το τέλος.
Ακολούθησε η περιβόητη ανηφόρα του μνημείου, η οποία δεν μπορώ να πω πως ήταν πολύ μεγάλη αλλά στις παρούσες συνθήκες μας απορρόφησε και την τελευταία ικμάδα δύναμης που μας είχε απομείνει. Λίγα χλμ ακόμα και επιτέλους ξεκινούσε η κατηφόρα. Το επιτέλους είναι σχετικό γιατί με τα πόδια σαν πέτρα δεν είχε σχέση η κλίση ή το είδος του εδάφους, ότι και να έκανα πόναγα. Στην κατηφόρα τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα σε σχέση με τη ζέστη μιας και υπήρχαν σημεία όπου στον δρόμο έπεφτε σκιά από τα δέντρα. Όπου υπήρχε σκιά ήταν μια μικρή ανακούφιση.
Φτάσαμε επιτέλους στο 236 χλμ, στον τελευταίο δλδ σταθμό υποστήριξης και ουσιαστικά δέκα χλμ πριν το άγαλμα του Λεωνίδα στην Σπάρτη. Ήδη άρχισε να μυρίζει ο τερματισμός, αφού είχαμε μια ολόκληρη ώρα σχεδόν μπροστά μας. Εδώ έκανα και το τελευταίο μου μασάζ, μπας και βοηθήσει λίγο την κατάσταση. Η αλήθεια είναι πως δεν βοήθησε, αργότερα είπα στον Ιωσήφ πως όταν σηκώθηκα από την καρέκλα ήταν σαν να μην μου είχε κάνει τίποτα..
Η Σπάρτη άρχισε να φαίνεται δειλά δειλά και εμείς αρχίσαμε να παίρνουμε θάρρος και να οραματιζόμαστε τον τερματισμό και την λύτρωση από την αδηφάγα διαδρομή. Τότε ξεκίνησαν και τα μικροπροβλήματα, εκτός του ότι οι μυς στα πόδια είχαν πετρώσει άρχισε να με ενοχλεί πίσω δεξιά ο γοφός μου και ένιωθα αφόρητη την ζώνη μέσης. Με το κάθε βήμα με ενοχλούσε. Κατευθείαν την έβγαλα και την έδωσα στο αμάξι αφού πήρα το παγούρι το οποίο κρατούσα πλέον στο χέρι. Εκτός από τον γοφό άρχισε να με ενοχλεί ο αριστερός αχίλλειος κάτι το οποίο έκανε ακόμα δυσκολότερο το τρέξιμο. Ευχόμουν να μην είναι κάτι σοβαρό και να μην με επηρεάσει περισσότερο.
Καθώς λιγόστευαν τα χλμ έπεφτε και ο ρυθμός. Τότε αποφασίσαμε με τον Σάκη να κάνουμε το εξής, να τρέχουμε μέχρι ένα σημείο που βλέπαμε 100-200 μέτρα περίπου και να περπατάμε άλλο τόσο εναλλάξ. Κάνοντας αυτό φτάσαμε στο σταθμό #74, τον τελευταίο σταθμό του αγώνα. Εκεί μας υποδέχτηκε ένα παιδί με το ποδήλατο του, τον οποίο και ρώτησα αν ήταν αυτός που θα μας συνόδευε στον τερματισμό. Η απάντηση του ήταν καταφατική. Τρέχοντας και περπατώντας πιάσαμε λίγο την κουβέντα με τον μικρό, τον οποίο να με συγχωρέσει αλλά δε θυμάμαι το όνομα του, και πάνω στη συζήτηση μου είπε πως από τις 5 το πρωί ήταν ξύπνιος και συνόδευε τους αθλητές στον τερματισμό. Να υπενθυμίσω πως εκείνη την στιγμή ήταν σχεδόν 6 το απόγευμα! Αξίζουν νομίζω πολλά μπράβο σε αυτά τα παιδιά της Σπάρτης τα οποία με αυταπάρνηση βοηθάνε την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα.
Στην Σπάρτη, συνεχίζεις σε μια ευθεία με μικρές ανηφοροκατηφόρες και σε κάποια στιγμή στρίβεις δεξιά και βλέπεις στο βάθος τον βασιλιά Λεωνίδα να σε περιμένει με όρθιο το ξίφος του. Η λύτρωση είναι εκεί και σε περιμένει σε λίγα ακόμα μέτρα δρόμου. Μπαίνοντας σε αυτή την τελευταία ευθεία η συγκίνηση είναι μεγάλη γιατί εκεί όλοι οι κόποι της χρονιάς και όλο αυτό που σχεδίαζες στο μυαλό ξεκινάει και υλοποιείται εκεί σε αυτή την ευθεία των 200 τελευταίων μέτρων. Πλησιάζοντας είχα πει στον Σάκη, “είναι απίστευτο δεν το πιστεύω πως φτάσαμε μέχρι εδώ…”.
Ανοίξαμε τις σημαίες και τις κρατήσαμε μπροστά μας (μετά που είδα τις φωτογραφίες και το βίντεο, ίσως να ήταν καλύτερα να τις κρατούσαμε πάνω από τα κεφάλια μας), και πλησιάσαμε στο άγαλμα. Εκεί στην άκρη είδα τον Κούλλη και τον Ιωσήφ που μας περίμεναν. Είδα και τον πατέρα μου στην άκρη δεξιά να μας βγάζει φωτογραφίες. Προχωρήσαμε τα τελευταία μέτρα τρέχοντας και ανεβήκαμε στα σκαλιά, το πόδι του βασιλιά ήταν εκεί και μας περίμενε. Πριν ακουμπήσω το πόδι ήρθε και με αγκάλιασε με μια μεγάλη αγκαλιά ο πρόεδρος του Σπάρταθλου, κ. Κωστής Παπαδημητρίου ήταν μια συγκινητική στιγμή, τον ευχαριστώ για όλα. Ίσως και να μην ήμουνα σε αυτή τη θέση αν δεν ήταν αυτός.
Ακουμπώντας το πόδι του βασιλιά και κοιτώντας τον από χαμηλά ένιωθες το δέος που σου προκαλούσε αυτή η μορφή και το ιστορικό βάρος που έχει από πίσω της όπως και η ίδια η ιστορία του αγώνα. Αφού μας στεφάνωσαν με κλαδί ελιάς, τα κορίτσια της Σπάρτης μας έδωσαν να πιούμε νερό από τον ποταμό Ευρώτα από μια κεραμική κούπα και πήραμε τα πολύ ωραία αναμνηστικά του τερματισμού. Οι αγκαλιές με τους δικούς μας ανθρώπους και οι φωτογραφίες της επιτυχούς έκβασης του αγώνα είχαν σειρά. Η αγκαλιά με τον πατέρα μου και τον Κούλλη, που ήρθαν από την Κύπρο μόνο και μονό για να με βοηθήσουν και να ξενυχτήσουν ενώ εγώ έτρεχα και έκανα κάτι που με ευχαριστεί έδωσαν ένα γλυκό τέλος στην ταλαιπωρία των 35:04. Νομίζω πως μαζί με εμένα λυτρώθηκαν και αυτοί. Ο καθένας έκανε τον δικό του αγώνα. Ο Ιωσήφ που μας περίμενε υπομονετικά στους σταθμούς για να μας βοηθήσει ήταν και αυτός εκεί, τον ευχαριστώ για όλα, έβαλε και αυτός το δικό του λιθαράκι για να επιτύχει αυτός ο αγώνας. Εκεί βρήκαμε και τον Παύλο εμφανώς συγκινημένο να μας αγκαλιάζει και να αλληλοσυγχαιρόμαστε.
Ακολούθως πήγαμε να μας περιποιηθούν τα πόδια οι εθελόντριες νοσηλεύτριες και η έκπληξη ήταν πως σε έμενα έτυχε μια κύπρια κοπελίτσα ή οποία έκανε εκεί τις σπουδές της. Παντού γύρω μας υπήρχαν δρομείς οι οποίοι ήταν διασωληνωμένοι με ορούς και σκεπασμένοι με αλουμινοκουβέρτες, εκεί φαινόταν το αντίκτυπο που έχει η διαδρομή σε αρκετούς αθλητές. Καθώς σηκωνόμασταν για να πάμε στο ταξί που μας περίμενε, ένας αθλητής μπροστά μας λιποθύμησε και έπεσε από την καρέκλα του, κατευθείαν έτρεξε κοντά του ο Κούλλης ο οποίος είναι πλήρωμα σε ασθενοφόρο στην Κύπρο και έχει εκπαιδευτεί για τέτοιες καταστάσεις. Εκεί διαπίστωσε πως κατάπιε την γλώσσα του. Αμέσως του έκανε μια λαβή του άνοιξε το στόμα και του έβγαλε την γλώσσα. Ευτυχώς μόλις έγινε αυτό συνήλθε αμέσως. Αυτό δείχνει πως πρέπει να υπάρχουν πάντα άτομα σε ετοιμότητα σε τέτοιους αγώνες γιατί μπορούν να συμβούν πολλά απρόοπτα σε άτομα τα οποία είναι καταπονημένα και καταβεβλημένα από την ταλαιπωρία τόσων ωρών. Τέλος καλό, όλα καλά!
Για τον αγώνα να πω πως δεν θεωρώ πως είναι τόσο δύσκολος ως διαδρομή και αυτό το λεώ παρά τις 35 ώρες που έκανα. Φυσικά και η απόσταση ανεβάζει την δυσκολία του όλου εγχειρήματος, αλλά αυτό που κάνει τον αγώνα τόσο δύσκολο είναι τα πολύ σφιχτά χρονικά όρια που υπάρχουν. Ειδικά αν είσαι προς το τέλος, από ένα σημείο και μετά δεν πιστεύω πως μπορείς να μαζέψεις τον χαμένο χρόνο. Αντιθέτως θα πρέπει να παλέψεις να διατηρήσεις το πλεονέκτημα του χρόνου που έχεις αποκτήσει, αλλιώς το έχασες το παιχνίδι. Φυσικά και είναι ένας αγώνας που σε καλεί να ξαναεπιστρέψεις και αργά ή γρήγορα θα γίνει αυτό. Από τη στιγμή που μπαίνεις μέσα αφήνεις και ένα κομμάτι σου εκεί.
Σαν επιλόγο θα ήθελα να πω πως ο αγώνας είναι πραγματικά ένα στολίδι για την Ελλάδα και θα πρέπει όλοι να τον αγκαλιάσουν, κόσμος και φορείς. Πιστεύω πως τέτοιοι αγώνες που γίνονται στην Ελλάδα, στις υπεραποστάσεις δεν υπάρχουν ανάλογοι σε άλλα μέρη της γης. Γιαυτό και δεν είναι τυχαίο που κάθε χρόνο βλέπεις άτομα από το εξωτερικό να έρχονται και να ξαναέρχονται. Για κάποιον που θέλει να πάρει λίγη από την αύρα του αγώνα και να καταλάβε τι γίνεται εκεί, δεν χρειάζεται απαραίτητα να τρέξει, μπορεί να βοηθήσει ως πλήρωμα κάποιον αθλητή ή ως εθελοντής σε κάποιο σταθμό ή ακόμα και απλά να σταθεί στην διαδρομή και να παρακολουθήσει, σίγουρα η ενέργεια που διοχετεύεται στην διαδρομή θα τον αγγίξει.
Οι εικόνες της διαδρομής και της προσπάθειας έχουν πλέον μείνει αποτυπωμένες στο μυαλό και είμαι σίγουρος πως κάποτε θα ξαναεπιστρέψω, το πότε δεν ξέρω…!
Υ.Γ.: Θα ήθελα να πω εδώ κάτι στο οποίο αμέλησα να αναφερθώ πριν. Κατά την διάρκεια του αγώνα μας ενημέρωναν για την εξέλιξη που πραγματοποιόταν μπροστά, είχε ενδιαφέρον καθώς εκεί μπροστά ήταν ο φίλος και συντοπίτης Νίκος Σιδερίδης. Ειδικά όταν έμαθα πως τερμάτισε σε τόσο καλό χρόνο (στους τρεις καλύτερους Έλληνες στην ιστορία του αγώνα), χάρηκα ιδιαίτερα καθώς δικαιώθηκε και απέδειξε το προφανές. Αναμένουμε το μέλλον!
Υ.Γ. 2: Θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου για την υπομονή που έκαναν. Καθώς και την κατανόηση που έδειχναν για τα πρωινά και τα βράδια που τις άφηνα μόνες για να βγω για προπόνηση. Παρά τις φορές που ίσως να δημιουργούνταν κάποιες εντάσεις από την αφοσίωση που πρέπει να δείξει κάποιος για αυτόν τον αγώνα, πιστεύω πως κατά βάθος καταλαβαίνουν αυτό που κάνουμε και με τον τρόπο τους είναι δίπλα μας ή πίσω μας.